Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


amoràle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [amoˈrale]

1 ανήθικος
2 ο πέραν της ηθικής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  amomo amoralismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

amnistiare (ρ. μτβ.)
amnistiato (αρσ. επίθ και ουσ)
amo (ουσ αρσ )
amoerro (ουσ αρσ )
amomo (ουσ αρσ )
amorale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
amoralismo (ουσ αρσ )
amoralità (θηλ.ουσ)
amorazzo (ουσ αρσ )
amore (ουσ αρσ )
amoreggiamento (ουσ αρσ )
amoreggiare (ρ.αμτβ.)
amoretto (ουσ αρσ )
amorevole (επίθ.)
amorevolezza (θηλ.ουσ)
amorfo (αρσ. επίθ και ουσ)
amorino (ουσ αρσ )
amorosa (θηλ.ουσ)
amoroso (ουσ αρσ )
amoroso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---