Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

percussióne (θηλ.ουσ) peregrinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
percussóre (αρσ. επίθ και ουσ) peregrinazióne (θηλ.ουσ)
perdènte (ουσ αρσ και θηλ.) peregrinità (θηλ.ουσ)
perdènte (επίθ.) peregrìno (αρσ. επίθ και ουσ)
pèrdere (ρ.αμτβ.) perènne (επίθ.)
pèrdere (ρ. μτβ.) perenneménte (επίρ.)
perdersi (ρ.μ. (αντων.)) perennità (θηλ.ουσ)
perdiàna (επιφ.) perènto (επίθ.)
perdigiórno (ουσ αρσ και θηλ.) perentorietà (θηλ.ουσ)
perdìnci (επιφ.) perentòrio (επίθ.)
perdindirindìna (επιφ.) perenzióne (θηλ.ουσ)
perdìo (επιφ.) perequàre (ρ. μτβ.)
pèrdita (θηλ.ουσ) perequatìvo (επίθ.)
perditèmpo (ουσ αρσ και θηλ.) perequazióne (θηλ.ουσ)
perditóre (ουσ αρσ ) perfettaménte (επίρ.)
perdizióne (θηλ.ουσ) perfettìbile (επίθ.)
perdonàbile (επίθ.) perfettibilità (θηλ.ουσ)
perdonàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) perfettìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
perdonarsi (ρ.μ. (αντων.)) perfètto (ουσ αρσ )
perdóno (ουσ αρσ ) perfètto (επίθ.)
perduellióne (θηλ.ουσ) perfezionàbile (επίθ.)
perduràre (ρ.αμτβ.) perfezionabilità (θηλ.ουσ)
perdurévole (επίθ.) perfezionaménto (ουσ αρσ )
perdutaménte (επίρ.) perfezionàre (ρ. μτβ.)
perdùto (επίθ.) perfezionarsi (ρ.μ. (αντων.))

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: