Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risolutìvo (επίθ.) risòtto (ουσ αρσ )
risolùto (αρσ. επίθ και ουσ) risottométtere (ρ. μτβ.)
risolutóre (αρσ. επίθ και ουσ) risottomettersi (ρ.μ. (αντων.))
risoluzióne (θηλ.ουσ) risovvenìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
risolvènte (ουσ αρσ ) rispalmàre (ρ. μτβ.)
risolvènte (επίθ.) rispàrgere (ρ. μτβ.)
risòlvere (ρ. μτβ.) risparmiàre (ρ. μτβ.)
risolversi (ρ.μ. (αντων.)) risparmiarsi (ρ.μ. (αντων.))
risolvìbile (επίθ.) risparmiatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
risolvibilità (θηλ.ουσ) rispàrmio (ουσ αρσ )
risommàre (ρ. μτβ.) rispecchiàre (ρ. μτβ.)
risomministràre (ρ. μτβ.) rispecchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
risonànte (επίθ.) rispedìre (ρ. μτβ.)
risonànza (θηλ.ουσ) rispedizióne (θηλ.ουσ)
risonàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) rispettàbile (επίθ.)
risonatóre (αρσ. επίθ και ουσ) rispettabilità (θηλ.ουσ)
risóne (ουσ αρσ ) rispettàre (ρ. μτβ.)
risórgere (ρ.αμτβ.) rispettarsi (ρ.μ. (αντων.))
risorgimentàle (επίθ.) rispettivaménte (επίρ.)
risorgimentìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) rispettìvo (επίθ.)
risorgiménto (ουσ αρσ ) rispètto (ουσ αρσ )
risorgìva (θηλ.ουσ) rispettosaménte (επίρ.)
risorgìvo (επίθ.) rispettóso (επίθ.)
risórsa (θηλ.ουσ) rispiegàre (ρ. μτβ.)
risospìngere (ρ. μτβ.) risplendènte (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: