Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risolvibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [risolvibiliˈta]

1 διαλυτότητα
2 δυνατότητα επίλυσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risolvibile risommare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risolvente (ουσ αρσ )
risolvente (επίθ.)
risolvere (ρ. μτβ.)
risolversi (ρ.μ. (αντων.))
risolvibile (επίθ.)
risolvibilità (θηλ.ουσ)
risommare (ρ. μτβ.)
risomministrare (ρ. μτβ.)
risonante (επίθ.)
risonanza (θηλ.ουσ)
risonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risonatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risone (ουσ αρσ )
risorgere (ρ.αμτβ.)
risorgimentale (επίθ.)
risorgimentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
risorgimento (ουσ αρσ )
risorgiva (θηλ.ουσ)
risorgivo (επίθ.)
risorsa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---