Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrisórsa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [riˈsorsa] η πηγή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαle risorse [θηλ. πλυθ.] = οι πόροι [m.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |