Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrispàrmio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [risˈparmjo] η αποταμίευση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcassa [θηλ.] di risparmio = το ταμιευτήριο || libretto [αρσ.] di risparmio = το βιβλιάριο καταθέσεων Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |