Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risparmiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [risparmjaˈtore]

1 αποταμιευτής
2 οικονόμος άνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risparmiarsi risparmio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risovvenirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rispalmare (ρ. μτβ.)
rispargere (ρ. μτβ.)
risparmiare (ρ. μτβ.)
risparmiarsi (ρ.μ. (αντων.))
risparmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risparmio (ουσ αρσ )
rispecchiare (ρ. μτβ.)
rispecchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispedire (ρ. μτβ.)
rispedizione (θηλ.ουσ)
rispettabile (επίθ.)
rispettabilità (θηλ.ουσ)
rispettare (ρ. μτβ.)
rispettarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispettivamente (επίρ.)
rispettivo (επίθ.)
rispetto (ουσ αρσ )
rispettosamente (επίρ.)
rispettoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---