Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risovvenìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [risovveˈnirsi]

1 θυμάμαι
2 ξαναθυμούμαι
3 αναπολώ
4 αναθυμάμαι
5 ενθυμούμαι
6 αναθυμούμαι
7 ανακαλώ στη μνήμη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risottomettersi rispalmare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risorsa (θηλ.ουσ)
risospingere (ρ. μτβ.)
risotto (ουσ αρσ )
risottomettere (ρ. μτβ.)
risottomettersi (ρ.μ. (αντων.))
risovvenirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rispalmare (ρ. μτβ.)
rispargere (ρ. μτβ.)
risparmiare (ρ. μτβ.)
risparmiarsi (ρ.μ. (αντων.))
risparmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risparmio (ουσ αρσ )
rispecchiare (ρ. μτβ.)
rispecchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispedire (ρ. μτβ.)
rispedizione (θηλ.ουσ)
rispettabile (επίθ.)
rispettabilità (θηλ.ουσ)
rispettare (ρ. μτβ.)
rispettarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---