Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risottométtere
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [risottoˈmettere]

1 υποδουλώνω ξανά
2 υποτάσσω ξανά
3 καθυποτάσσω ξανά
4 υποβάλλω σε αγωγή ή δοκιμασία ξανά

risottomettersi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [risottoˈmettersi]

παραδίνομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risotto risovvenirsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risorgiva (θηλ.ουσ)
risorgivo (επίθ.)
risorsa (θηλ.ουσ)
risospingere (ρ. μτβ.)
risotto (ουσ αρσ )
risottomettere (ρ. μτβ.)
risottomettersi (ρ.μ. (αντων.))
risovvenirsi (ρ. μ. αμτβ.)
rispalmare (ρ. μτβ.)
rispargere (ρ. μτβ.)
risparmiare (ρ. μτβ.)
risparmiarsi (ρ.μ. (αντων.))
risparmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risparmio (ουσ αρσ )
rispecchiare (ρ. μτβ.)
rispecchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispedire (ρ. μτβ.)
rispedizione (θηλ.ουσ)
rispettabile (επίθ.)
rispettabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---