Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rispedìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rispeˈdire]

1 στέλνω ξανά νέα αποστολή
2 στέλνω πίσω
3 αποστέλλω εκ νέου
4 προωθώ ξανά
5 αποστέλλω ξανά
6 μπαρκάρω ξανά
7 ξαναστέλνω
8 επιστρέφω κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rispecchiarsi rispedizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risparmiarsi (ρ.μ. (αντων.))
risparmiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
risparmio (ουσ αρσ )
rispecchiare (ρ. μτβ.)
rispecchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispedire (ρ. μτβ.)
rispedizione (θηλ.ουσ)
rispettabile (επίθ.)
rispettabilità (θηλ.ουσ)
rispettare (ρ. μτβ.)
rispettarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispettivamente (επίρ.)
rispettivo (επίθ.)
rispetto (ουσ αρσ )
rispettosamente (επίρ.)
rispettoso (επίθ.)
rispiegare (ρ. μτβ.)
risplendente (επίθ.)
risplendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rispolverare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---