Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rispètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [risˈpɛtto]

(stima) ο σεβασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rispettivo rispettosamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


rispetto a = (paragone) σε σύγκριση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rispettabilità (θηλ.ουσ)
rispettare (ρ. μτβ.)
rispettarsi (ρ.μ. (αντων.))
rispettivamente (επίρ.)
rispettivo (επίθ.)
rispetto (ουσ αρσ )
rispettosamente (επίρ.)
rispettoso (επίθ.)
rispiegare (ρ. μτβ.)
risplendente (επίθ.)
risplendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rispolverare (ρ. μτβ.)
rispondente (αρσ. επίθ και ουσ)
rispondenza (θηλ.ουσ)
rispondere (ρ.αμτβ.)
rispondere (ρ. μτβ.)
risposare (ρ. μτβ.)
risposarsi (ρ. μ. αμτβ.)
risposta (θηλ.ουσ)
rispuntare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---