Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risplèndere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [risˈplɛndere]

1 φεγγοβολώ
2 απαστράπτω
3 ακτινοβολώ
4 φέγγω
5 λάμπω
6 αντιφεγγίζω
7 αστραποβολώ
8 αστράφτω
9 δίνω αίγλη
10 λαμπρύνω
11 εκπέμπω με ακτινοβολία
12 λαμποκοπώ
13 αυγάζω
14 γυαλίζω
15 λαμπυρίζω
16 σπιθίζω
17 σπινθηροβολώ
18 στίλβω
19 αστράπτω
20 σελαγίζω
21 καταυγάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risplendente rispolverare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rispetto (ουσ αρσ )
rispettosamente (επίρ.)
rispettoso (επίθ.)
rispiegare (ρ. μτβ.)
risplendente (επίθ.)
risplendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rispolverare (ρ. μτβ.)
rispondente (αρσ. επίθ και ουσ)
rispondenza (θηλ.ουσ)
rispondere (ρ.αμτβ.)
rispondere (ρ. μτβ.)
risposare (ρ. μτβ.)
risposarsi (ρ. μ. αμτβ.)
risposta (θηλ.ουσ)
rispuntare (ρ.αμτβ.)
rispuntare (ρ. μτβ.)
rissa (θηλ.ουσ)
rissaiolo (ουσ αρσ )
rissaiolo (επίθ.)
rissare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---