ItalianoGreco


rissaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rissaˈjɔlo]

1 καβγατζής
2 τσαμπουκάς
3 φιλόνικος
4 κούτσαβος
5 καπάνταης
6 σερέτης

rissaiòlo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rissaˈjɔlo]

1 καβγατζίδικος
2 ζόρικος
3 τσαμπουκαλίδικος
4 μαχητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---