Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rìssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrissa]

ο τσακωμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rispuntare rissaiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risposare (ρ. μτβ.)
risposarsi (ρ. μ. αμτβ.)
risposta (θηλ.ουσ)
rispuntare (ρ.αμτβ.)
rispuntare (ρ. μτβ.)
rissa (θηλ.ουσ)
rissaiolo (ουσ αρσ )
rissaiolo (επίθ.)
rissare (ρ.αμτβ.)
rissosità (θηλ.ουσ)
rissoso (επίθ.)
ristabilimento (ουσ αρσ )
ristabilire (ρ. μτβ.)
ristabilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ristagnamento (ουσ αρσ )
ristagnare (ρ.αμτβ.)
ristagnare (ρ. μτβ.)
ristagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ristagnatura (θηλ.ουσ)
ristagno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---