Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristagnàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ristaɲˈɲare]

1 ατονώ
2 ακινητώ
3 αποτελματώνομαι
4 λιμνάζω
5 μένω στάσιμος
6 εξασθενίζω σταδιακά
7 αδρανώ
8 αργοπορώ

ristagnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ristaɲˈɲare]

1 καταστέλλω στην πηγή
2 συγκολλώ ξανά
3 κασσιτερώνω ξανά
4 σταματώ αίμα
5 σταματώ την ροή
6 γανώνω ξανά
7 επικασσιτερώνω ξανά

ristagnarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ristaɲˈɲarsi]

1 παραμένω στάσιμος
2 λιμνάζω
3 αποτελματώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristagnamento ristagnatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rissoso (επίθ.)
ristabilimento (ουσ αρσ )
ristabilire (ρ. μτβ.)
ristabilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ristagnamento (ουσ αρσ )
ristagnare (ρ.αμτβ.)
ristagnare (ρ. μτβ.)
ristagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ristagnatura (θηλ.ουσ)
ristagno (ουσ αρσ )
ristampa (θηλ.ουσ)
ristampabile (επίθ.)
ristampare (ρ. μτβ.)
ristampatore (ουσ αρσ )
ristare (ρ.αμτβ.)
ristorante (ουσ αρσ )
ristorare (ρ. μτβ.)
ristorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ristorativo (ουσ αρσ )
ristorativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---