Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristampàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ristamˈpare]

1 ανατυπώνω
2 επανεκδίδω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristampabile ristampatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristagnarsi (ρ.μ. (αντων.))
ristagnatura (θηλ.ουσ)
ristagno (ουσ αρσ )
ristampa (θηλ.ουσ)
ristampabile (επίθ.)
ristampare (ρ. μτβ.)
ristampatore (ουσ αρσ )
ristare (ρ.αμτβ.)
ristorante (ουσ αρσ )
ristorare (ρ. μτβ.)
ristorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ristorativo (ουσ αρσ )
ristorativo (επίθ.)
ristoratore (ουσ αρσ )
ristoratore (επίθ.)
ristorno (ουσ αρσ )
ristoro (ουσ αρσ )
ristrettezza (θηλ.ουσ)
ristretto (ουσ αρσ )
ristretto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---