Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόristòro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [risˈtɔro] η τόνωση, το δυνάμωμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαservizio [αρσ.] di ristoro = η καντίνα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |