Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristòro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [risˈtɔro]

η τόνωση, το δυνάμωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristorno ristrettezza  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


servizio [αρσ.] di ristoro = η καντίνα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristorativo (ουσ αρσ )
ristorativo (επίθ.)
ristoratore (ουσ αρσ )
ristoratore (επίθ.)
ristorno (ουσ αρσ )
ristoro (ουσ αρσ )
ristrettezza (θηλ.ουσ)
ristretto (ουσ αρσ )
ristretto (επίθ.)
ristringere (ρ. μτβ.)
ristringersi (ρ. μ. αμτβ.)
ristrutturare (ρ. μτβ.)
ristrutturazione (θηλ.ουσ)
ristuccare (ρ. μτβ.)
ristuccatura (θηλ.ουσ)
ristucchevole (επίθ.)
ristucco (επίθ.)
ristudiare (ρ. μτβ.)
risucchiare (ρ. μτβ.)
risucchio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---