Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristórno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [risˈtorno]

1 επιστροφή δασμών εισαγωγής (σε επανεξαγωγή)
2 επιστρεφόμενο ποσό επιβαρύνσεων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristoratore ristoro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristorarsi (ρ.μ. (αντων.))
ristorativo (ουσ αρσ )
ristorativo (επίθ.)
ristoratore (ουσ αρσ )
ristoratore (επίθ.)
ristorno (ουσ αρσ )
ristoro (ουσ αρσ )
ristrettezza (θηλ.ουσ)
ristretto (ουσ αρσ )
ristretto (επίθ.)
ristringere (ρ. μτβ.)
ristringersi (ρ. μ. αμτβ.)
ristrutturare (ρ. μτβ.)
ristrutturazione (θηλ.ουσ)
ristuccare (ρ. μτβ.)
ristuccatura (θηλ.ουσ)
ristucchevole (επίθ.)
ristucco (επίθ.)
ristudiare (ρ. μτβ.)
risucchiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---