Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόristórno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [risˈtorno] 1 επιστροφή δασμών εισαγωγής (σε επανεξαγωγή) 2 επιστρεφόμενο ποσό επιβαρύνσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |