Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristrìngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [risˈtrinʤere]

1 σφίγγω ξανά
2 δένω σφιχτά ξανά
3 αρπάζω ξανά

ristrìngersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [risˈtrinʤersi]

στενεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristretto ristrutturare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristorno (ουσ αρσ )
ristoro (ουσ αρσ )
ristrettezza (θηλ.ουσ)
ristretto (ουσ αρσ )
ristretto (επίθ.)
ristringere (ρ. μτβ.)
ristringersi (ρ. μ. αμτβ.)
ristrutturare (ρ. μτβ.)
ristrutturazione (θηλ.ουσ)
ristuccare (ρ. μτβ.)
ristuccatura (θηλ.ουσ)
ristucchevole (επίθ.)
ristucco (επίθ.)
ristudiare (ρ. μτβ.)
risucchiare (ρ. μτβ.)
risucchio (ουσ αρσ )
risultabile (επίθ.)
risultante (θηλ.ουσ)
risultante (επίθ.)
risultanza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---