Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόristrìngere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [risˈtrinʤere] 1 σφίγγω ξανά 2 δένω σφιχτά ξανά 3 αρπάζω ξανά ristrìngersi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [risˈtrinʤersi] στενεύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |