Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristrutturàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ristruttuˈrare]

1 ανασχηματίζω
2 αναδομώ
3 αναδιαρθρώνω
4 αλλάζω την δομή
5 ανασυγκροτώ
6 αναδιοργανώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristringersi ristrutturazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristrettezza (θηλ.ουσ)
ristretto (ουσ αρσ )
ristretto (επίθ.)
ristringere (ρ. μτβ.)
ristringersi (ρ. μ. αμτβ.)
ristrutturare (ρ. μτβ.)
ristrutturazione (θηλ.ουσ)
ristuccare (ρ. μτβ.)
ristuccatura (θηλ.ουσ)
ristucchevole (επίθ.)
ristucco (επίθ.)
ristudiare (ρ. μτβ.)
risucchiare (ρ. μτβ.)
risucchio (ουσ αρσ )
risultabile (επίθ.)
risultante (θηλ.ουσ)
risultante (επίθ.)
risultanza (θηλ.ουσ)
risultare (ρ.αμτβ.)
risultato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---