Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόristrettézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ristretˈtettsa] 1 στενότητα 2 φτώχεια 3 ένδεια 4 σπανιότητα 5 αποστέρηση 6 δυσκολίες οικονομικές 7 οικονομική στενότητα 8 χρεία 9 στενοχώρια 10 πενία 11 στέρηση 12 ανεπάρκεια 13 έλλειψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |