Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόristoratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ristoraˈtore] 1 κυλικείο 2 εστιατόριο 3 καντίνα 4 αναψυκτήριο 5 μπουφές 6 ρεστοράν 7 μπαρ σταθμού ristoratóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ristoraˈtore] 1 ανανεωτικός 2 αναζωογονητικός 3 τονωτικός 4 δυναμωτικός 5 δροσιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |