Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristrétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [risˈtretto]

1 σύνοψη
2 περίληψη
3 επιτομή
4 απόσταγμα
5 σύντομη σύνοψη ουσιωδών

ristrétto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [risˈtretto]

1 (caffé) δυνατός (-ή, -ό)
2 (mentalità) στενός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristrettezza ristringere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristoratore (ουσ αρσ )
ristoratore (επίθ.)
ristorno (ουσ αρσ )
ristoro (ουσ αρσ )
ristrettezza (θηλ.ουσ)
ristretto (ουσ αρσ )
ristretto (επίθ.)
ristringere (ρ. μτβ.)
ristringersi (ρ. μ. αμτβ.)
ristrutturare (ρ. μτβ.)
ristrutturazione (θηλ.ουσ)
ristuccare (ρ. μτβ.)
ristuccatura (θηλ.ουσ)
ristucchevole (επίθ.)
ristucco (επίθ.)
ristudiare (ρ. μτβ.)
risucchiare (ρ. μτβ.)
risucchio (ουσ αρσ )
risultabile (επίθ.)
risultante (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---