Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ristuccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ristukˈkare]

1 μπουχτίζω
2 βαριεστίζω
3 προκαλώ μεγάλη πλήξη
4 σοβατίζω ξανά
5 στοκάρω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ristrutturazione ristuccatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ristretto (επίθ.)
ristringere (ρ. μτβ.)
ristringersi (ρ. μ. αμτβ.)
ristrutturare (ρ. μτβ.)
ristrutturazione (θηλ.ουσ)
ristuccare (ρ. μτβ.)
ristuccatura (θηλ.ουσ)
ristucchevole (επίθ.)
ristucco (επίθ.)
ristudiare (ρ. μτβ.)
risucchiare (ρ. μτβ.)
risucchio (ουσ αρσ )
risultabile (επίθ.)
risultante (θηλ.ουσ)
risultante (επίθ.)
risultanza (θηλ.ουσ)
risultare (ρ.αμτβ.)
risultato (ουσ αρσ )
risurrezione (θηλ.ουσ)
risuscitamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---