risuscitaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [risuʃʃitaˈmento]
1 νεκρανάσταση
2 αναζωογόνηση
3 αναβίωση
4 ξαναζωντάνεμα
5 ξανάνιωμα
6 αποκατάσταση
7 νεκρεγερσία
8 αναγέννηση
9 ανάκτηση δυνάμεων
10 ανάσταση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [risuʃʃitaˈmento]
1 νεκρανάσταση
2 αναζωογόνηση
3 αναβίωση
4 ξαναζωντάνεμα
5 ξανάνιωμα
6 αποκατάσταση
7 νεκρεγερσία
8 αναγέννηση
9 ανάκτηση δυνάμεων
10 ανάσταση
permalink
risuscitamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android