Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


risvéglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rizˈveʎʎo]

1 αναπτέρωση
2 αναζωογόνηση
3 ξύπνημα
4 θρησκευτική αφύπνιση
5 αφύπνιση
6 σηκωμός
7 σήκωμα
8 ξυπνημός
9 αναγέννηση
10 έγερση
11 αναβίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  risvegliarsi risvoltare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

risuscitamento (ουσ αρσ )
risuscitare (ρ.αμτβ.)
risuscitare (ρ. μτβ.)
risvegliare (ρ. μτβ.)
risvegliarsi (ρ.μ. (αντων.))
risveglio (ουσ αρσ )
risvoltare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
risvolto (ουσ αρσ )
ritagliare (ρ. μτβ.)
ritagliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritaglio (ουσ αρσ )
ritardabile (επίθ.)
ritardante (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardare (ρ.αμτβ.)
ritardare (ρ. μτβ.)
ritardatario (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardato (ουσ αρσ )
ritardato (επίθ.)
ritardatore (ουσ αρσ )
ritardatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---