Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritardatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ritardaˈtore]

1 επιβραδυντική διάταξη
2 επιβραδύνων

ritardatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ritardaˈtore]

επιβραδυντικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritardato ritardo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritardare (ρ.αμτβ.)
ritardare (ρ. μτβ.)
ritardatario (αρσ. επίθ και ουσ)
ritardato (ουσ αρσ )
ritardato (επίθ.)
ritardatore (ουσ αρσ )
ritardatore (επίθ.)
ritardo (ουσ αρσ )
ritegno (ουσ αρσ )
ritemprare (ρ. μτβ.)
ritemprarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritenere (ρ. μτβ.)
ritenersi (ρ.μ. (αντων.))
ritenimento (ουσ αρσ )
ritentare (ρ. μτβ.)
ritentiva (θηλ.ουσ)
ritentività (θηλ.ουσ)
ritentivo (επίθ.)
ritenuta (θηλ.ουσ)
ritenutezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---