Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόritardatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ritardaˈtore] 1 επιβραδυντική διάταξη 2 επιβραδύνων ritardatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ritardaˈtore] επιβραδυντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |