Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritenutézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ritenuˈtettsa]

1 προσοχή
2 περίσκεψη
3 εφεκτικότητα
4 φρόνηση
5 προφύλαξη
6 φρονιμάδα
7 σύνεση
8 δισταγμός
9 αναμονή
10 επιφύλαξη
11 συγκράτηση
12 διστακτικότητα
13 επιφυλακτική στάση
14 επιφυλακτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritenuta ritenuto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritentare (ρ. μτβ.)
ritentiva (θηλ.ουσ)
ritentività (θηλ.ουσ)
ritentivo (επίθ.)
ritenuta (θηλ.ουσ)
ritenutezza (θηλ.ουσ)
ritenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
ritenzione (θηλ.ουσ)
ritessere (ρ. μτβ.)
ritessitura (θηλ.ουσ)
ritingere (ρ. μτβ.)
ritintura (θηλ.ουσ)
ritirare (ρ. μτβ.)
ritirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ritirata (θηλ.ουσ)
ritiratezza (θηλ.ουσ)
ritirato (αρσ. επίθ και ουσ)
ritiro (ουσ αρσ )
ritmare (ρ. μτβ.)
ritmica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---