Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόritintùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ritinˈtura] 1 βάψιμο 2 βαφή 3 χρωματισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |