Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritìngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈtinʤere]

1 μπογιατίζω ξανά
2 χρωματίζω ξανά
3 βάφω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritessitura ritintura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritenutezza (θηλ.ουσ)
ritenuto (αρσ. επίθ και ουσ)
ritenzione (θηλ.ουσ)
ritessere (ρ. μτβ.)
ritessitura (θηλ.ουσ)
ritingere (ρ. μτβ.)
ritintura (θηλ.ουσ)
ritirare (ρ. μτβ.)
ritirarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ritirata (θηλ.ουσ)
ritiratezza (θηλ.ουσ)
ritirato (αρσ. επίθ και ουσ)
ritiro (ουσ αρσ )
ritmare (ρ. μτβ.)
ritmica (θηλ.ουσ)
ritmicamente (επίρ.)
ritmicità (θηλ.ουσ)
ritmico (επίθ.)
ritmo (ουσ αρσ )
ritmologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---