Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόritiràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ritiˈrato] 1 σιωπηλός 2 κουμπωμένος 3 επιφυλακτικός 4 αποτραβηγμένος 5 απόμερος 6 ανάμερος 7 ερημικός 8 απομονωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |