ritiràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ritiˈrato]
1 σιωπηλός
2 κουμπωμένος
3 επιφυλακτικός
4 αποτραβηγμένος
5 απόμερος
6 ανάμερος
7 ερημικός
8 απομονωμένος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ritiˈrato]
1 σιωπηλός
2 κουμπωμένος
3 επιφυλακτικός
4 αποτραβηγμένος
5 απόμερος
6 ανάμερος
7 ερημικός
8 απομονωμένος
permalink
ritirato (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android