Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrito]

1 ιεροτελεστία
2 τελετουργία
3 μυσταγωγία
4 συνήθεια
5 συνήθειο
6 τελετή
7 λειτουργία
8 έθιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritmomelodico ritoccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritmicità (θηλ.ουσ)
ritmico (επίθ.)
ritmo (ουσ αρσ )
ritmologia (θηλ.ουσ)
ritmomelodico (επίθ.)
rito (ουσ αρσ )
ritoccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ritoccata (θηλ.ουσ)
ritoccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritoccatura (θηλ.ουσ)
ritocco (ουσ αρσ )
ritogliere (ρ. μτβ.)
ritorcere (ρ. μτβ.)
ritorcitoio (ουσ αρσ )
ritorcitore (ουσ αρσ )
ritorcitura (θηλ.ουσ)
ritornare (ρ.αμτβ.)
ritornare (ρ. μτβ.)
ritornello (ουσ αρσ )
ritorno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---