Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritorcitóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ritorʧiˈtojo]

υφαντική μηχανή στριψίματος νημάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritorcere ritorcitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritoccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritoccatura (θηλ.ουσ)
ritocco (ουσ αρσ )
ritogliere (ρ. μτβ.)
ritorcere (ρ. μτβ.)
ritorcitoio (ουσ αρσ )
ritorcitore (ουσ αρσ )
ritorcitura (θηλ.ουσ)
ritornare (ρ.αμτβ.)
ritornare (ρ. μτβ.)
ritornello (ουσ αρσ )
ritorno (ουσ αρσ )
ritorsione (θηλ.ουσ)
ritorta (θηλ.ουσ)
ritorto (ουσ αρσ )
ritorto (επίθ.)
ritosare (ρ. μτβ.)
ritradurre (ρ. μτβ.)
ritraduzione (θηλ.ουσ)
ritrarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---