Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritosàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ritoˈzare]

κουρεύω ξανά (όχι για ανθρώπους)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritorto ritradurre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritorno (ουσ αρσ )
ritorsione (θηλ.ουσ)
ritorta (θηλ.ουσ)
ritorto (ουσ αρσ )
ritorto (επίθ.)
ritosare (ρ. μτβ.)
ritradurre (ρ. μτβ.)
ritraduzione (θηλ.ουσ)
ritrarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ritrarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritrasmettere (ρ. μτβ.)
ritrasmissione (θηλ.ουσ)
ritrattabile (επίθ.)
ritrattare (ρ. μτβ.)
ritrattarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritrattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrattazione (θηλ.ουσ)
ritrattista (ουσ αρσ και θηλ.)
ritrattistica (θηλ.ουσ)
ritrattistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---