Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈtɔrto]

στριφτό νήμα

ritòrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈtɔrto]

1 στριφτός
2 στριμμένος
3 στρεπτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritorta ritosare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritornare (ρ. μτβ.)
ritornello (ουσ αρσ )
ritorno (ουσ αρσ )
ritorsione (θηλ.ουσ)
ritorta (θηλ.ουσ)
ritorto (ουσ αρσ )
ritorto (επίθ.)
ritosare (ρ. μτβ.)
ritradurre (ρ. μτβ.)
ritraduzione (θηλ.ουσ)
ritrarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ritrarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritrasmettere (ρ. μτβ.)
ritrasmissione (θηλ.ουσ)
ritrattabile (επίθ.)
ritrattare (ρ. μτβ.)
ritrattarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritrattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrattazione (θηλ.ουσ)
ritrattista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---