Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόritòrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈtɔrto] στριφτό νήμα ritòrto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [riˈtɔrto] 1 στριφτός 2 στριμμένος 3 στρεπτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |