Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritrasméttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ritrazˈmettere]

1 αναμεταδίδω
2 επανεκπέμπω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritrarsi ritrasmissione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritosare (ρ. μτβ.)
ritradurre (ρ. μτβ.)
ritraduzione (θηλ.ουσ)
ritrarre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ritrarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritrasmettere (ρ. μτβ.)
ritrasmissione (θηλ.ουσ)
ritrattabile (επίθ.)
ritrattare (ρ. μτβ.)
ritrattarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritrattatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrattazione (θηλ.ουσ)
ritrattista (ουσ αρσ και θηλ.)
ritrattistica (θηλ.ουσ)
ritrattistico (επίθ.)
ritratto (ουσ αρσ )
ritratto (επίθ.)
ritrazione (θηλ.ουσ)
ritritare (ρ. μτβ.)
ritrito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---