Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritrìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈtrito]

1 κοινότοπος
2 τετριμμένος
3 χιλιοειπωμένος
4 κομμένος σε κιμά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritritare ritrosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritrattistico (επίθ.)
ritratto (ουσ αρσ )
ritratto (επίθ.)
ritrazione (θηλ.ουσ)
ritritare (ρ. μτβ.)
ritrito (επίθ.)
ritrosamente (επίρ.)
ritrosia (θηλ.ουσ)
ritroso (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrovabile (επίθ.)
ritrovamento (ουσ αρσ )
ritrovare (ρ. μτβ.)
ritrovarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritrovato (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrovatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrovo (ουσ αρσ )
ritta (θηλ.ουσ)
ritto (ουσ αρσ )
ritto (επίθ.)
rituale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---