Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ritrovàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ritroˈvare]

ανακαλύπτω

ritrovarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ritroˈvarsi]

1 συναντιέμαι με κάποιον
2 ξαναβρίσκομαι με κάποιον
3 ξαναβρίσκω τον εαυτό μου
4 αισθάνομαι σαν το σπίτι μου
5 καταλαβαίνω κάτι
6 τα καταφέρνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritrovamento ritrovato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritrosamente (επίρ.)
ritrosia (θηλ.ουσ)
ritroso (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrovabile (επίθ.)
ritrovamento (ουσ αρσ )
ritrovare (ρ. μτβ.)
ritrovarsi (ρ.μ. (αντων.))
ritrovato (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrovatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrovo (ουσ αρσ )
ritta (θηλ.ουσ)
ritto (ουσ αρσ )
ritto (επίθ.)
rituale (ουσ αρσ )
rituale (επίθ.)
ritualismo (ουσ αρσ )
ritualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ritualistico (επίθ.)
ritualità (θηλ.ουσ)
ritualizzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---