Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rituàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rituˈale]

1 ιεροτελεστία
2 τυπικό (το)
3 τελετουργικό
4 ιεροπραξία

rituàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rituˈale]

1 τυπικός
2 κανονικός
3 συνηθισμένος
4 θρησκευτικός
5 μυσταγωγικός
6 τελετουργικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ritto ritualismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritrovatore (αρσ. επίθ και ουσ)
ritrovo (ουσ αρσ )
ritta (θηλ.ουσ)
ritto (ουσ αρσ )
ritto (επίθ.)
rituale (ουσ αρσ )
rituale (επίθ.)
ritualismo (ουσ αρσ )
ritualista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ritualistico (επίθ.)
ritualità (θηλ.ουσ)
ritualizzare (ρ. μτβ.)
ritualizzazione (θηλ.ουσ)
ritualmente (επίρ.)
rituffare (ρ. μτβ.)
rituffarsi (ρ.μ. (αντων.))
riturare (ρ. μτβ.)
riudire (ρ. μτβ.)
riungere (ρ. μτβ.)
riungersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---