Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riùngere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈunʤere]

1 πασαλείβω ξανά
2 λαδώνω ξανά
3 γρασάρω ξανά

riungersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riˈunʤersi]

πασαλείβομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riudire riunione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ritualmente (επίρ.)
rituffare (ρ. μτβ.)
rituffarsi (ρ.μ. (αντων.))
riturare (ρ. μτβ.)
riudire (ρ. μτβ.)
riungere (ρ. μτβ.)
riungersi (ρ.μ. (αντων.))
riunione (θηλ.ουσ)
riunire (ρ. μτβ.)
riunirsi (ρ. μ. αμτβ.)
riunito (αρσ. επίθ και ουσ)
riunto (επίθ.)
riusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riuscire (ρ. μτβ.)
riuscita (θηλ.ουσ)
riuscito (επίθ.)
riutilizzabile (επίθ.)
riutilizzare (ρ. μτβ.)
riutilizzazione (θηλ.ουσ)
riva (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---