Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riutilizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riutiliddzatˈtsjone]

δυνατότητα νέας χρησιμοποίησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riutilizzare riva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riuscire (ρ. μτβ.)
riuscita (θηλ.ουσ)
riuscito (επίθ.)
riutilizzabile (επίθ.)
riutilizzare (ρ. μτβ.)
riutilizzazione (θηλ.ουσ)
riva (θηλ.ουσ)
rivaccinare (ρ. μτβ.)
rivaccinazione (θηλ.ουσ)
rivale (ουσ αρσ και θηλ.)
rivale (επίθ.)
rivaleggiare (ρ.αμτβ.)
rivalersi (ρ. μ. αμτβ.)
rivalità (θηλ.ουσ)
rivalsa (θηλ.ουσ)
rivalutare (ρ. μτβ.)
rivalutazione (θηλ.ουσ)
rivangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rivedere (ρ. μτβ.)
rivedersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---