Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivedére  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riveˈdere]

1 (vedere nuovamente) ξαναβλέπω
2 (revisionare) επανεξετάζω

rivedersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riveˈdersi]

1 συναντιέμαι ξανά με κάποιον
2 ξαναβλέπομαι με κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivangare rivedibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivalità (θηλ.ουσ)
rivalsa (θηλ.ουσ)
rivalutare (ρ. μτβ.)
rivalutazione (θηλ.ουσ)
rivangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rivedere (ρ. μτβ.)
rivedersi (ρ.μ. (αντων.))
rivedibile (επίθ.)
rivedibilità (θηλ.ουσ)
riveduta (θηλ.ουσ)
riveduto (επίθ.)
rivelabile (επίθ.)
rivelare (ρ. μτβ.)
rivelarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivelatore (ουσ αρσ )
rivelatore (επίθ.)
rivelazione (θηλ.ουσ)
rivellino (ουσ αρσ )
rivendere (ρ. μτβ.)
rivendibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---