Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivedibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rivedibiliˈta]

προσωρινή ακαταλληλότητα στο στρατό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivedibile riveduta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivalutazione (θηλ.ουσ)
rivangare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rivedere (ρ. μτβ.)
rivedersi (ρ.μ. (αντων.))
rivedibile (επίθ.)
rivedibilità (θηλ.ουσ)
riveduta (θηλ.ουσ)
riveduto (επίθ.)
rivelabile (επίθ.)
rivelare (ρ. μτβ.)
rivelarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivelatore (ουσ αρσ )
rivelatore (επίθ.)
rivelazione (θηλ.ουσ)
rivellino (ουσ αρσ )
rivendere (ρ. μτβ.)
rivendibile (επίθ.)
rivendicabile (επίθ.)
rivendicare (ρ. μτβ.)
rivendicarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---