Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivelatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rivelaˈtore]

1 φωρατής
2 αισθητήρας ανίχνευσης
3 εμφανιστικό υγρό
4 αποκαλύπτων
5 αποκαλυπτής
6 διάταξη ανίχνευσης σήματος

rivelatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rivelaˈtore]

1 εκμυστηρευτικός
2 φανερωτικός
3 αποκαλυπτικός
4 αποκαλυπτήριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivelarsi rivelazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riveduta (θηλ.ουσ)
riveduto (επίθ.)
rivelabile (επίθ.)
rivelare (ρ. μτβ.)
rivelarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivelatore (ουσ αρσ )
rivelatore (επίθ.)
rivelazione (θηλ.ουσ)
rivellino (ουσ αρσ )
rivendere (ρ. μτβ.)
rivendibile (επίθ.)
rivendicabile (επίθ.)
rivendicare (ρ. μτβ.)
rivendicarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivendicativo (επίθ.)
rivendicatore (ουσ αρσ )
rivendicatore (επίθ.)
rivendicazione (θηλ.ουσ)
rivendicazionismo (ουσ αρσ )
rivendita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---