Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrivendicatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rivendikaˈtore] 1 απαιτητής 2 απολογητής 3 ανασκευαστής κατηγοριών 4 υπέρμαχος 5 υπερασπιστής 6 διεκδικητής rivendicatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rivendikaˈtore] 1 διεκδικητικός 2 ανασκευαστικός κατηγοριών 3 τιμωρός (νόμος) 4 δικαιολογητικός 5 ανταποδοτικός (νόμος) 6 αναιρετικός κατηγοριών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |