Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrivenditóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rivendiˈtore] 1 παλαιοπώλης 2 παλιατζής 3 λιανοπωλητής 4 μεταπωλητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |