Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riverìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riveˈrire]

1 σέβομαι
2 λατρεύω
3 δίνω τα σέβη μου
4 σέβομαι ταπεινά
5 προσέχω να μην βλάψω
6 ευπειθώ
7 εκτιμώ
8 τιμώ
9 ευλαβούμαι
10 υπακούω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riverenziale riverito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riverbero (ουσ αρσ )
riverente (επίθ.)
riverentemente (επίρ.)
riverenza (θηλ.ουσ)
riverenziale (επίθ.)
riverire (ρ. μτβ.)
riverito (επίθ.)
riverniciare (ρ. μτβ.)
riverniciatura (θηλ.ουσ)
riversamento (ουσ αρσ )
riversare (ρ. μτβ.)
riversarsi (ρ.μ. (αντων.))
riverso (αρσ. επίθ και ουσ)
rivestimento (ουσ αρσ )
rivestire (ρ. μτβ.)
rivestito (επίθ.)
rivestitura (θηλ.ουσ)
rivettare (ρ. μτβ.)
rivetto (ουσ αρσ )
riviera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---