Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivestìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rivesˈtire]

1 επενδύω με επίστρωμα
2 επιχρίω
3 μονώνω
4 σοβαντίζω
5 καλύπτω
6 σκεπάζω
7 επιχρίω τοίχο με σοβά
8 επιστρώνω
9 φοδράρω
10 επικαλύπτω
11 ντύνω ξανά
12 βάζω εσωτερική επένδυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivestimento rivestito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riversamento (ουσ αρσ )
riversare (ρ. μτβ.)
riversarsi (ρ.μ. (αντων.))
riverso (αρσ. επίθ και ουσ)
rivestimento (ουσ αρσ )
rivestire (ρ. μτβ.)
rivestito (επίθ.)
rivestitura (θηλ.ουσ)
rivettare (ρ. μτβ.)
rivetto (ουσ αρσ )
riviera (θηλ.ουσ)
rivierasco (επίθ.)
rivincere (ρ. μτβ.)
rivincita (θηλ.ουσ)
rivisitare (ρ. μτβ.)
rivista (θηλ.ουσ)
rivistaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
rivivere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rivivificare (ρ. μτβ.)
rivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---