ItalianoGreco


rivestìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rivesˈtito]

1 ντυμένος ξανά
2 καλυμμένος
3 έχων γούνα
4 επικαλυμμένος
5 φοδραρισμένος
6 ντυμένος με καινούργια ρούχα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---