Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rivogàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rivoˈgare]

κωπηλατώ ξανά

rivogàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rivoˈgare]

1 πασάρω
2 δίνω ψεύτικο χαρακτήρα
3 εξαπατώ
4 ξεφορτώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rivo rivolere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rivista (θηλ.ουσ)
rivistaiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
rivivere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rivivificare (ρ. μτβ.)
rivo (ουσ αρσ )
rivogare (ρ.αμτβ.)
rivogare (ρ. μτβ.)
rivolere (ρ. μτβ.)
rivolgere (ρ. μτβ.)
rivolgersi (ρ.μ. (αντων.))
rivolgimento (ουσ αρσ )
rivolo (ουσ αρσ )
rivolta (θηλ.ουσ)
rivoltamento (ουσ αρσ )
rivoltante (επίθ.)
rivoltare (ρ. μτβ.)
rivoltarsi (ρ.μ. (αντων.))
rivoltata (θηλ.ουσ)
rivoltato (επίθ.)
rivoltatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---